αποπροσανατολίζω

αποπροσανατολίζω
μετ. дезориентировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποπροσανατολίζω" в других словарях:

  • αποπροσανατολίζω — αποπροσανατολίζω, αποπροσανατόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποπροσανατολισμός — ο η απώλεια του προσανατολισμού, η ηθελημένη εξώθηση κάποιου (από κάποιον άλλο) να επικεντρώσει την προσοχή του σε κάτι το ασήμαντο: Η κυβέρνηση επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ρ. αποπροσανατολίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»